- ὑπογογγύζω
- ὑπογογγύζωmurmurpres subj act 1st sgὑπογογγύζωmurmurpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπογογγύζω — ΜΑ σιγομουρμουρίζω, μονολογώ με παράπονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γογγύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
ὑπογογγυζόντων — ὑπογογγύζω murmur pres part act masc/neut gen pl ὑπογογγύζω murmur pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογογγύζειν — ὑπογογγύζω murmur pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογογγύζοντες — ὑπογογγύζω murmur pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογογγύζων — ὑπογογγύζω murmur pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπογογγυστής — ὁ, Μ [ὑπογογγύζω] αυτός που σιγομουρμουρίζει … Dictionary of Greek
ὑπογογγύσασα — ὑπογογγύσᾱσα , ὑπογογγύζω murmur aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)